πολύρρυμος
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
English (LSJ)
πολύρρυμον, with many chariot-poles, ἅρματα Arr.Tact.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ῥυμούς, Ἀρρ. Τακτ. 3, σ. 10.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άμαξα) αυτός που έχει πολλούς ρυμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥυμός «τιμόνι»].
German (Pape)
[ῡ], mit vielen Deichseln, Sp.