τετράβυρσος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
τετράβυρσον, of four hides, Sch.Lips.Il.15.479 (ed. Bekker).
Greek (Liddell-Scott)
τετράβυρσος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων βυρσῶν ἢ δερμάτων, «τετραθέλυμνον, τετράβυρσον» Σχόλ. Lerd. εἰς Ἰλ. Ο. 479.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βυρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. πολύβυρσος].