σανιδώδης
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
σανιδώδες, like a plank, flat, Aret.SD1.8, Plu.2.896e.
German (Pape)
[Seite 861] ες, einem Brett ähnlich, Aret.
Russian (Dvoretsky)
σᾰνῐδώδης: имеющий вид доски Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνῐδώδης: -ες, (εἶδος) πλατὺς ὡς σανίς, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.
Greek Monolingual
-ες / σανιδώδης, -ῶδες, ΝΑ σανίς, -ίδος]
όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα, αυτός που είναι πλατύς σαν σανίδα, σανιδοειδής.