δαμασίφρων

Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δαμασίφρον, gen. ονος, heart-subduing χρυσός Pi.O.13.78.

Spanish (DGE)

(δᾰμᾰσίφρων) -ον
que somete el ánimo, que doblega la voluntad χρυσός Pi.O.13.78.

German (Pape)

[Seite 521] χρυσός, das Herz bezwingend, Pind. Ol. 13, 75.

Russian (Dvoretsky)

δᾰμᾰσίφρων: 2, gen. ονος смиряющий души (χρυσός Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰσίφρων: -ον, ὁ τὰς φρένας καθυποτάσσων, αἰχμαλωτίζων, χρυσὸς Πίνδ. Ο. 13. 111.

English (Slater)

δᾰμᾰσίφρων
1 subduing the spirit ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν i. e. a golden bridle (O. 13.78)

Greek Monolingual

δαμασίφρων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχήδαμασίφρων χρυσός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + -φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμασίφρων -ον [δαμάζω, φρήν] de geest overweldigend.