ἐξαποπνέω
English (LSJ)
breathe quite away, τὸν βίον ib.364, 6.185.
Spanish (DGE)
exhalar por completo τὸν βίον ἐξαπέπνευσεν Tz.H.3.368, cf. 6.188.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποπνέω: ἀποπνέω, ἐντελῶς, ἐκπνέω, τὸν βίον ἐξαπέπνευσε Τζέτζ. Ἱστ. 3. 164.
Greek Monolingual
ἐξαποπνέω (Μ)
εκπέμπω, αποβάλλω σαν πνοή, πεθαίνω («τὸν βίον ἐξαπέπνευσεν», Τζέτζ.).