ἐναντιολογέω
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
contradict, αὐτὸν αὑτῷ Pl.Sph.268b: abs., Str.15.1.3.
Spanish (DGE)
1 contradecir c. dat. de pers. ἀναγκάζοντα ... ἐναντιολογεῖν αὐτὸν αὑτῷ Pl.Sph.268b, σοί Eust.78.21, c. ac. de rel. αὐτοῖ[ς] τι Epicur.Nat.28.11.4.7, c. dat. de cosa μήτε ἂν ἡμεῖς ... τοῖς νῦν διδασκομένοις ἐναντιολογῶμεν Cyr.H.Catech.5.12, mismo sent. en v. med., c. giro prep. μόνων δὲ ἐκείνων μνημονεύων ἐν οἷς ἐναντιολογεῖται πρὸς ἑαυτόν recordando sólo aquellos (escritos) en los que se contradice a sí mismo Gal.5.427.
2 contradecirse Eus.Hierocl.12.35, Chrys.M.61.414, tb. en v. med., Chrys.M.61.531.
German (Pape)
[Seite 827] widersprechen, τινί, Plat. Soph. 268 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιολογέω: ἀντιλέγω, τινι Πλάτ. Σοφ. 268Β, Στράβ. 686.
Russian (Dvoretsky)
ἐναντιολογέω: противоречить, прекословить (τινι Plat.).