Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
Full diacritics: ζωόμορφος | Medium diacritics: ζωόμορφος | Low diacritics: ζωόμορφος | Capitals: ΖΩΟΜΟΡΦΟΣ |
Transliteration A: zōómorphos | Transliteration B: zōomorphos | Transliteration C: zoomorfos | Beta Code: zwo/morfos |
ζωόμορφον, (ζῳο-) in the shape of an animal, Plu.Num.8.
-η, -ο (Α ζῳόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή ζώου, ζωοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, δύσμορφος].