σκληροδίαιτος

Revision as of 12:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῐ], ον, of a hard, austere way of life, Ph.2.163.

German (Pape)

[Seite 900] von harter, strenger, kümmerlicher Lebensart, bes. in Kost und Kleidung, βίος Philo.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροδίαιτος: -ον, ὁ διάγων βίον σκληρόν, ζῶν εἰς κακοπάθειαν, Φίλων 2. 163.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διάγει βίο τραχύ, που κάνει σκληρή ζωή, ο εθισμένος στην κακοπάθεια και στις κακουχίες, σκληραγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος].