σκληροδίαιτος
English (LSJ)
[ῐ], ον, of a hard, austere way of life, Ph.2.163.
German (Pape)
[Seite 900] von harter, strenger, kümmerlicher Lebensart, bes. in Kost und Kleidung, βίος Philo.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροδίαιτος: -ον, ὁ διάγων βίον σκληρόν, ζῶν εἰς κακοπάθειαν, Φίλων 2. 163.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διάγει βίο τραχύ, που κάνει σκληρή ζωή, ο εθισμένος στην κακοπάθεια και στις κακουχίες, σκληραγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος].