ἐνεμπορεύομαι
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
trade with one in, σοι ἐν ψυχαῖς LXX Ez.27.13.
Spanish (DGE)
comerciar con φυγὼν ὁ Ἰωνᾶς τὴν τῶν ἀνθρώπων σωτηρίαν ἐνεμπορεύσατο Bas.Sel.Or.M.85.180B.
Greek Monolingual
ἐνεμπορεύομαι (Α)
εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι.