διϊσθμίζω
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
(ἰσθμός) draw ships across the Isthmus, Plb.4.19.7.
Spanish (DGE)
transportar a través del istmo τοὺς λέμβους Plb.4.19.7.
Greek Monolingual
διισθμίζω (Α) ισθμός
(για πλοία) τραβώ ένα πλοίο πέρα από τον ισθμό.
Russian (Dvoretsky)
διϊσθμίζω: v.l. διϊσθμέω перетаскивать через перешеек (τοὺς λέμβους Polyb.).
German (Pape)
od. διϊσθμέω, über den Isthmus bringen; λέμβους διϊσθμίσαντα, mss. διϊσθμήσαντα, Pol. 4.19.7.