αἰνιγματοποιός
From LSJ
English (LSJ)
αἰνιγματοποιόν, propounding riddles, Eust.1074.60.
Spanish (DGE)
-όν que propone adivinanzas Eust.1074.60.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνιγματοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ προτείνων αἰνίγματα, Εὐστ. 1074. 60.
Full diacritics: αἰνιγματοποιός | Medium diacritics: αἰνιγματοποιός | Low diacritics: αινιγματοποιός | Capitals: ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: ainigmatopoiós | Transliteration B: ainigmatopoios | Transliteration C: ainigmatopoios | Beta Code: ai)nigmatopoio/s |
αἰνιγματοποιόν, propounding riddles, Eust.1074.60.
-όν que propone adivinanzas Eust.1074.60.
αἰνιγματοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ προτείνων αἰνίγματα, Εὐστ. 1074. 60.