αἰνιγματοποιός
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
αἰνιγματοποιόν, propounding riddles, Eust.1074.60.
Spanish (DGE)
-όν que propone adivinanzas Eust.1074.60.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνιγματοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ προτείνων αἰνίγματα, Εὐστ. 1074. 60.