πελτάριον
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
[ᾰ],τό, Dim. of πέλτη, Callix. 2, Luc.Bacch.1.
German (Pape)
[Seite 551] τό, dim von πέλτη, kleine Tartsche; Callix. bet Ath. V, 200 f, Luc. Mort. D. 24, 2 Bacch. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πέλτη.
Russian (Dvoretsky)
πελτάριον: (ᾰ) τό маленький щит, щитик Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πελτάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ πέλτη, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F, Λουκ. Διόν. 1.