τεχνασμός
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ὁ, cunning contrivance, artifice, Man.4.332 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1102] ὁ, künstliche Einrichtung, κατηγορίης Maneth. 4, 332.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνασμός: ὁ, πανοῦργος ἐπίνοια, τέχνασμα, κατηγορίης τε τεχνασμοὶ Μανέθων 4. 332.
Greek Monolingual
ὁ, Α τεχνάζω
πανούργο επινόημα, τέχνασμα («ψευδοκατηγορίαι τε κατηγορίης τε τεχνασμοί», Μαν.).