εὐωχιαστικός
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ὁ, translation of Lat. Cibullius, Lyd.Mens.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωχιαστικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόδιος πρὸς εὐωχίαν, Ἰανὸν κήνουλον (caenulum), οἷον εὐωχιαστικὸν Ἰω. Λυδ. π. μην. 4. 1.
Greek Monolingual
εὐωχιαστικός, -ή, -όν (Α) ευωχιάζω
αναγκαίος, κατάλληλος για ευωχία, για συμπόσιο.