εὐωχιαστικός

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωχιαστικός Medium diacritics: εὐωχιαστικός Low diacritics: ευωχιαστικός Capitals: ΕΥΩΧΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euōchiastikós Transliteration B: euōchiastikos Transliteration C: evochiastikos Beta Code: eu)wxiastiko/s

English (LSJ)

ὁ, translation of Lat. Cibullius, Lyd.Mens.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωχιαστικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόδιος πρὸς εὐωχίαν, Ἰανὸν κήνουλον (caenulum), οἷον εὐωχιαστικὸν Ἰω. Λυδ. π. μην. 4. 1.

Greek Monolingual

εὐωχιαστικός, -ή, -όν (Α) ευωχιάζω
αναγκαίος, κατάλληλος για ευωχία, για συμπόσιο.