ὀλιγοπονία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, sparingness in labour, idleness, Plb. 16.28.3.
German (Pape)
[Seite 321] ἡ, das Wenigarbeiten, Pol. 16, 28, 3.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγοπονία: ἡ вялая работа, леность Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοπονία: ἡ, τὸ πονεῖν ὀλίγον, ὀκνηρία, Πολύβ. 16. 28, 3.
Greek Monolingual
ὀλιγοπονία, ἡ (Α) ολιγόπονος
νωθρότητα, οκνηρία («δικαίως ἄν τις τὴν μὲν Ἀττάλου... ὀλιγοπονίαν καταμέμψαιτο», Πολ.).