διακόνησις

Revision as of 12:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, serving, doing service, Pl.Lg.633c.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
servicio, acción de servir Pl.Lg.633c, Sch.E.Alc.98.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Dienstleistung; Plat. Legg. I, 633 c; – Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακόνησις -εως, ἡ [διακονέω] het verrichten van een dienst.

Russian (Dvoretsky)

διᾱκόνησις: εως ἡ обслуживание (ἄνευ θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v.l. διαπονήσεις).

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκόνησις: -εως, ἡ, ὑπηρεσία, τὸ ὑπηρετεῖν, Πλάτ. Νόμ. 633C.

Greek Monolingual

διακόνησις (-εως), η (Α) διακονώ
υπηρεσία, εξυπηρέτηση.