Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: σκολόπιον | Medium diacritics: σκολόπιον | Low diacritics: σκολόπιον | Capitals: ΣΚΟΛΟΠΙΟΝ |
Transliteration A: skolópion | Transliteration B: skolopion | Transliteration C: skolopion | Beta Code: skolo/pion |
τό, Dim. of σκόλοψ 1.3, Antyll. ap. Orib.50.5.4.
σκολόπιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σκόλοψ Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.
τὸ, Α σκόλοψ, -οπος]
υποκορ. χειρουργικό εργαλείο μικρού μεγέθους, μικρός καθετήρας.