δυσαναπόρευτος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
δυσαναπόρευτον, hard to pass, Ph. 1.672, 2.118.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de pasar βάραθρα Ph.1.672, 2.348, ἀνοδίαι Ph.2.118.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu passiren, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαναπόρευτος: -ον, δύσβατος, βάραθρα Φίλων 1. 672, κτλ.
Greek Monolingual
δυσαναπόρευτος, -ον (Α)
δύσβατος.