δυσδιήγητος

From LSJ
Revision as of 12:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιήγητος Medium diacritics: δυσδιήγητος Low diacritics: δυσδιήγητος Capitals: ΔΥΣΔΙΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiḗgētos Transliteration B: dysdiēgētos Transliteration C: dysdiigitos Beta Code: dusdih/ghtos

English (LSJ)

δυσδιήγητον, hard to narrate, LXX Wi.17.1.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de explicar, de interpretar, inescrutable αἱ κρίσεις (τοῦ Θεοῦ) LXX Sap.17.1, cf. Origenes Io.10.39.265, 20.2.6, τὰ πᾶσι δυσέφικτα καὶ δυσδιήγητα Cyr.Al.M.73.21B.
2 difícil de relatar, de narrarγενεά (τοῦ Θεοῦ) Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1308D, cf. 1309A, βίος Pall.H.Laus.27.1, τὰ κατὰ Ποσειδώνιον Pall.H.Laus.36.1
indescriptible σοφία de Dios, Basil.M.30.309C, ἀσθένεια Thdt.H.Rel.18.4.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu erzählen, LXX u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιήγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διηγηθῇ τις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ιζ΄, 1), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

δυσδιήγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να διηγηθεί κανείς.