δυσδιήγητος
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
δυσδιήγητον, hard to narrate, LXX Wi.17.1.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de explicar, de interpretar, inescrutable αἱ κρίσεις (τοῦ Θεοῦ) LXX Sap.17.1, cf. Origenes Io.10.39.265, 20.2.6, τὰ πᾶσι δυσέφικτα καὶ δυσδιήγητα Cyr.Al.M.73.21B.
2 difícil de relatar, de narrar ἡ γενεά (τοῦ Θεοῦ) Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1308D, cf. 1309A, βίος Pall.H.Laus.27.1, τὰ κατὰ Ποσειδώνιον Pall.H.Laus.36.1
•indescriptible σοφία de Dios, Basil.M.30.309C, ἀσθένεια Thdt.H.Rel.18.4.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu erzählen, LXX u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιήγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διηγηθῇ τις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ιζ΄, 1), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
δυσδιήγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να διηγηθεί κανείς.