ληκυθοπώλης
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ληκυθοπώλου, ὁ, seller of oil-flasks, Poll.7.182.
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, Oelflaschenverkäufer, Poll. 7, 182.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθοπώλης: -ου, ὁ, πωλῶν ληκύθους, Πολυδ. Ζ΄. 182.
Greek Monolingual
ληκυθοπώλης, ὁ (A) λήκυθος
αυτός που πουλά ληκύθους.