πάσσον

Revision as of 12:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, = Lat. vinum passum, raisin wine, Plb.6.11a.4.

Greek Monolingual

το, ή πάσσος, ὁ, Α
οίνος από ξηρά σταφύλια, από σταφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. (vinum) passum «οίνος από σταφίδα» (< uva passa «σταφύλι αποξηραμένο στον ήλιο, σταφίδα» < μτχ. passus, -a, um του pando «εκτείνω»)].