οἰκοδομητός
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
οἰκοδομητή, οἰκοδομητόν, built, Str.3.3.7, 8.6.2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bâti, construit.
Étymologie: οἰκοδομέω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, Στράβ. 155, 369.
Greek Monolingual
οἰκοδομητός, -ή, -όν (Α) οικοδομώ
οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.).
Greek Monotonic
οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, σε Στράβ.