νυκτερόφοιτος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
νυκτερόφοιτον, = νυκτίφοιτος, Orph.H.36.6.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερόφοιτος: -ον, νυκτίφοιτος, Ὀππ. Ἁλ. 35. 6.
Spanish
Greek Monolingual
νυκτερόφοιτος, -ον (Α)
νυκτίφοιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + -φοιτος (< φοιτῶ)].
Léxico de magia
-ον que camina en la noche ref. a Apolo κλῦθί μευ, ἀργυρότοξε, ..., χρυσοφαῆ, λαῖλαψ καὶ Πυθολέτα, ... νυκτερόφοιτε escúchame, tú que tienes un arco de plata, radiante como el oro, huracán y matador de la serpiente Pitó, que caminas en la noche P VI 34
German (Pape)
nächtlich, in der Nacht umhergehend, OrpH.h. Dian. 6.