δειλόψυχος
From LSJ
English (LSJ)
δειλόψυχον, fainthearted, LXX 4 Ma.8.16.
Spanish (DGE)
-ον
pusilánime, de poco ánimo τινες LXX 4Ma.8.16, ἡ γυνή LXX 4Ma.16.5.
German (Pape)
[Seite 537] von furchtsamer Seele, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δειλόψῡχος: -ον, ὀλιγόψυχος, δειλός, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 16.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δειλόψυχος, -ον)
αυτός που έχει δειλή ψυχή, λιγόψυχος.