λινεύω
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
catch with nets, λ. γυργαθοῖς Peripl.M.Rubr.15.
German (Pape)
[Seite 49] mit Garnen oder Netzen fangen, Arr.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνεύω: ἁλιεύω, «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.
Greek Monolingual
λινεύω (Α) λίνον
συλλαμβάνω με τα δίχτια, αλιεύω, ψαρεύω.