ἀπαρνητικός
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ἀπαρνητική, ἀπαρνητικόν, denying, Eust.29.44.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 negativo ὑπόσχεσις Eust.29.44.
2 adv. -ῶς negando ἀ. φησιν Basil.M.31.1568C.
German (Pape)
[Seite 280] verweigernd, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρνητικός: -ή, -όν, ὁ ὁλοκλήρως ἀρνούμενος, Εὐστ. 29. 44. - Ἐπίρρ. -κῶς Βασιλ. τ. 2. σ. 647C.
Greek Monolingual
ἀπαρνητικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που αρνείται τελείως κάτι.