ἀμφιεστρίς
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, cloak, wrap, Poll.6.10, 7.61.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
capa, manto αἱ δ' ἐφεστρίδες καὶ ἀμφιεστρίδες περιβόλαια ἂν εἶεν Poll.7.61, cf. 6.10.
German (Pape)
[Seite 139] ίδος, ἡ, Mäntelchen, Poll. 6, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιεστρίς: -ίδος, ἡ, = ἐφεστρίς, περιβόλαιον, Πολυδ. ϛ΄, 10, Ζ΄, 61.