ὀνοματοκλήτωρ
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = ὀνομακλήτωρ, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 349] ορος, ὁ, = ὀνομακλήτωρ, Lob. Phryn. 668.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτοκλήτωρ: -ορος, ὁ, = ὀνομακλήτωρ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀνοματοκλήτωρ, ὁ (Μ) βλ. ονομακλήτωρ.