λινοποιός
From LSJ
English (LSJ)
λινοποιόν, making linen, Sch.Ar.Th.942.
German (Pape)
[Seite 49] Leinwand machend, webend, Schol. Ar. Thesm. 942.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων λινᾶ ὑφάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 942.
Greek Monolingual
λινοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει, που υφαίνει λινά υφάσματα.