μουναδόν
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
Adv., (μοῦνος) = μόνον, Opp.C.4.40.
German (Pape)
[Seite 210] = μονάδην, Opp. Hal. 1, 144 Cyn. 4, 40.
Greek (Liddell-Scott)
μουνᾰδόν: Ἐπίρρ. (μοῦνος) = μόνον, Ὀππ. Κυν. 4. 40.
Greek Monolingual
μουναδόν (Α)
επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. του μόνος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν / -ηδόν (πρβλ. μετωπαδόν)].