κρατεύω
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Full diacritics: κρᾰτεύω | Medium diacritics: κρατεύω | Low diacritics: κρατεύω | Capitals: ΚΡΑΤΕΥΩ |
Transliteration A: krateúō | Transliteration B: krateuō | Transliteration C: krateyo | Beta Code: krateu/w |
= κρατέω, pf. κεκράτευκα, IG14.1794.
κρατεύω (Α) κράτος
(μόνο στον παρακμ. κεκράτευκα)
κρατώ.