κοπροθέσιον
From LSJ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
English (LSJ)
τό, place where dung is put, Gp.2.22.3.
German (Pape)
[Seite 1483] τό, Ort, wohin man den Mist legt, Geopon., auch κοπροθήκη.
Greek (Liddell-Scott)
κοπροθέσιον: τό, τόπος ἔνθα τίθεται κόπρος, Γεωπ. 2. 22, 3.
Greek Monolingual
κοπροθέσιον, τὸ (M)
τόπος όπου σωρεύεται κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -θέσιον (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιοθέσιον, χαλκοθέσιον].