μετριοφροσύνη
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ, modesty, Simp.in Epict.p.66 D.
German (Pape)
[Seite 163] ἡ, Bescheidenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετριοφροσύνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μετριόφρων, Simplic. εἰς Ἐπίκτ. 249, Ἰω. Χρυσ. τ. 3, 428, 33, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετριοφροσύνη) μετριόφρων
η ιδιότητα του μετριόφρονα, ταπεινοφροσύνη, απλότητα στη συμπεριφορά, μετριότητα στις απαιτήσεις ή αξιώσεις.