μετριοφροσύνη

From LSJ
Revision as of 12:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριοφροσύνη Medium diacritics: μετριοφροσύνη Low diacritics: μετριοφροσύνη Capitals: ΜΕΤΡΙΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: metriophrosýnē Transliteration B: metriophrosynē Transliteration C: metriofrosyni Beta Code: metriofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, modesty, Simp.in Epict.p.66 D.

German (Pape)

[Seite 163] ἡ, Bescheidenheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετριοφροσύνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μετριόφρων, Simplic. εἰς Ἐπίκτ. 249, Ἰω. Χρυσ. τ. 3, 428, 33, κλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετριοφροσύνη) μετριόφρων
η ιδιότητα του μετριόφρονα, ταπεινοφροσύνη, απλότητα στη συμπεριφορά, μετριότητα στις απαιτήσεις ή αξιώσεις.