προσπερίκειμαι
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
envelope besides, Orib.Fr. 114.
Greek Monolingual
Α
περιβάλλω, περικαλύπτω κάτι επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + περίκειμαι «περιβάλλω»].