ἐκπροικίζω
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
portion off, Phalar.Ep.131 (Pass.).
Spanish (DGE)
entregar la dote, dotar en v. pas. εἰ ... θέλεις παρὰ σαυτοῦ δοκεῖν ἐκπεπροικίσθαι τὴν παῖδα si quieres que parezca que dotas a tu hija de tu propio pecunio Phalar.Ep.131, glos. a ἐγγαμίζω Eust.758.54.
German (Pape)
[Seite 776] ausstatten, Phalar. ep. 140.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροικίζω: προικίζω, Φάλαρ. σ. 404.
Greek Monolingual
ἐκπροικίζω (Α)
προικίζω.