ἐνθρυμματίς
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, sop, Anaxandr.41.42 (anap.).
Spanish (DGE)
(ἐνθρυμμᾰτίς) -ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἐνθριμμ- Hsch.
gastron., quizá plato a base de picadillo o migas en plu., Anaxandr.42.42, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 843] ίδος, ἡ, = simpler, Anaxandr. Ath. IV, 131 d; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρυμματίς: -ίδος, = θρυμματίς, εἶδος πλακοῦντος, Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) θρυμματίς
είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον.