ἔμβρωμος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἔμβρωμον, = βρωμώδης, Dsc.3.33, Aët.9.30.
Spanish (DGE)
-ον comestible φύλλα Dsc.3.33, τὰ ἐντόσθια Aët.9.30.