αὐτόδετος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
αὐτόδετον, self-bound, Opp.C.2.376.
Spanish (DGE)
-ον
que se deja atar voluntariamente de unos cabritillos, Opp.C.2.376.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόδετος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ δεδεμένος, Ὀππ. Κ. 2. 376.
Greek Monolingual
αὐτόδετος, -ον (Α)
αυτός που δέθηκε μόνος του.