πανάμωμος
English (LSJ)
πανάμωμον, all-blameless, Simon.5.17.
German (Pape)
[Seite 456] ganz untadelhaft, Simonds. bei Plat. Prot. 345 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sans reproches.
Étymologie: πᾶν, ἄμωμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανάμωμος -ον [πᾶς, ἄμωμος] geheel onberispelijk.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνάμωμος: (ᾰμ) совершенно непорочный (ἄνθρωπος Plat.).
Greek Monolingual
πανάμωμος, -ον (ΑΜ)
καθ' όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος
μσν.
το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες της Θεοτόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄμωμος.
Greek Monotonic
πᾰνάμωμος: -ον, εντελώς αγνός, σε Σιμων.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάμωμος: -ον, ὅλως ἄμωμος, πάναγνος, Σιμωνίδ. 8.17 (Scneidew. 12. 19).