πανάμωμος

Revision as of 12:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πανάμωμον, all-blameless, Simon.5.17.

German (Pape)

[Seite 456] ganz untadelhaft, Simonds. bei Plat. Prot. 345 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sans reproches.
Étymologie: πᾶν, ἄμωμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανάμωμος -ον [πᾶς, ἄμωμος] geheel onberispelijk.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνάμωμος: (ᾰμ) совершенно непорочный (ἄνθρωπος Plat.).

Greek Monolingual

πανάμωμος, -ον (ΑΜ)
καθ' όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος
μσν.
το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες της Θεοτόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄμωμος.

Greek Monotonic

πᾰνάμωμος: -ον, εντελώς αγνός, σε Σιμων.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάμωμος: -ον, ὅλως ἄμωμος, πάναγνος, Σιμωνίδ. 8.17 (Scneidew. 12. 19).

Middle Liddell

πᾰν-άμωμος, ον,
all-blameless, Simon.