Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Full diacritics: κάτογκος | Medium diacritics: κάτογκος | Low diacritics: κάτογκος | Capitals: ΚΑΤΟΓΚΟΣ |
Transliteration A: kátonkos | Transliteration B: katonkos | Transliteration C: katogkos | Beta Code: ka/togkos |
κάτογκον, bulky, τῷ σώματι Sor.1.117.
κάτογκος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο όγκο, ογκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ογκος (< ὄγκος), πρβλ. περί-ογκος, υπέρ-ογκος].