ὑπερκηλέω
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
charm beyond measure, Luc.Am.1.
German (Pape)
[Seite 1197] über die Maaßen reizen, entzücken, Luc. amor. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκηλέω: θέλγω, μαγεύω ὑπερμέτρως, Λουκ. Ἔρωτ. 1.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκηλέω: совершенно очаровать (ὑπερκηλούμενος τοῖς λόγοις Luc.).