ἀμόρα

From LSJ
Revision as of 12:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόρα Medium diacritics: ἀμόρα Low diacritics: αμόρα Capitals: ΑΜΟΡΑ
Transliteration A: amóra Transliteration B: amora Transliteration C: amora Beta Code: a)mo/ra

English (LSJ)

ἡ, sweet cake, Philet. ap. Ath.14.646d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
pastel de miel Philet.Fr.36, LXX Ca.2.5, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόρα: ἡ, εἶδος γλυκέος πλακοῦντος, Φιλητ. 34, πρβλ. Ἀθήν. 646D.

Greek Monolingual

ἀμόρα, η (Α)
είδος γλυκίσματος με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι -β- και -γ- αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: αμορFα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: sweet cake (Philet.); ἀμόρα σεμίδαλις ἑφθη σὺν μέλιτι H.
Derivatives: ἀμορίτης ἄρτος (LXX), aslo written ἀμορβίτης (Ath.) and ἀμοργίτας πλακουντας H., both = ἀμορϜίτης, with suffix -ιτης .
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Original *ἀμόρϜα. Etymology unknown. Pre-Greek with -rʷ-a?

Frisk Etymology German

ἀμόρα: {amóra}
Meaning: σεμίδαλις ἑφθὴ σὺν μέλιτι H. Auch Philetas ap. Ath. 14, 646d.
Derivative: Davon ἀμορίτης ἄρτος (LXX), woneben die Schreibungen ἀμορβίτης (Ath.) und ἀμοργίτας· πλακουντας H., beide = ἀμορϝίτης; vgl. Redard Les noms grecs en -της 88.
Etymology: Grundform somit *ἀμόρϝα. Unerklärt.
Page 1,94