ἐναλγής
From LSJ
English (LSJ)
ἐναλγές, painful, Paul.Aeg.3.75.
Spanish (DGE)
-ές
1 de pers. que sufre dolores en, dolorido c. dat. τοῖς ... ἄρθροις Gal.19.538, cf. 571, c. giro prep. περὶ τὰ κῶλα Gal.19.546, cf. 564, c. ac. de rel. ἐ. τὰς ὠμοπλάτας Gal.19.542.
2 de enfermedades doloroso Paul.Aeg.3.75.2.
Greek Monolingual
ἐναλγής, -ές (Μ)
1. αυτός που έχει ή προξενεί άλγος, επίπονος
2. λυπηρός.