δολορραφέω
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
lay snares, Ctes.Fr.29.4.
Spanish (DGE)
tender una trampa δολορραφοῦντος Κροίσου Ctes.9.4, κατ' αὐτῶν Tz.Comm.Ar.3.845.13.
Greek (Liddell-Scott)
δολορρᾰφέω: συρράπτω, μηχανῶμαι δόλους, Κτησ. παρὰ Φωτ.