καταχυτρίζω
From LSJ
English (LSJ)
= ἐγχυτρίζω, Ar.Fr.793.
German (Pape)
= ἐγχυτρίζω, Schol. Ar. Vesp. 288.
Russian (Dvoretsky)
καταχυτρίζω: Arph. = ἐγχυτρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταχυτρίζω: ἐγχυτρίζω, βλάπτω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 626.
Greek Monolingual
καταχυτρίζω (Α)
εγχυτρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χυτρίζω «βάζω σε χύτρα»].