φονός

From LSJ
Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονός Medium diacritics: φονός Low diacritics: φονός Capitals: ΦΟΝΟΣ
Transliteration A: phonós Transliteration B: phonos Transliteration C: fonos Beta Code: fono/s

English (LSJ)

ἡ,
A murderess, τὰν Πελίαο φονόν Pi.P.4.250 (φόνον codd.).
II φονός, ή, όν, murderous, dub. in S.Ant.1003 (v. φονή ΙΙ).

English (Slater)

φονός ? (ἡ) murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
αυτή που φονεύει, φονεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός () < φόνος, με καταβιβασμό του τόνου. Η ύπαρξη του επιθ. φονός, -ή, -όν παραμένει αμφίβολη].
(II)
-ή, -όν, Α
φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)].

Russian (Dvoretsky)

φονός: Soph. = φόνιος 1 и 4.