πολυποσία
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
Ion. πολυποσίη, ἡ, (πόσις) hard-drinking, Hp.Aph.7.7, Plb. 5.15.2, Ph.1.682, Demoph.Sim.49.
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, das Vieltrinken; Pol. 5, 15, 2; Luc. Paras. 16 im plur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυποσία -ας, ἡ [πολύποτος] overmatig drankgebruik.
Russian (Dvoretsky)
πολυποσία: ἡ тж. pl. неумеренное потребление вина Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠποσία: Ἰων. ἡ, (πόσις) τὸ πολὺ πίνειν, τὸ πίνειν πολὺν οἶνον, (πρβλ. πολυδαισία), Ἱππ. Ἀφ. 1258, Πολύβ. 5. 15, 2, κτλ.