μακρόμισθος
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
μακρόμισθον, highly paid, prob. in Procop.Goth.4.25.
Greek Monolingual
μακρόμισθος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μεγάλο μισθό, υψηλόμισθος.